- σύκινος
- -η, -ο / σύκινος, -ίνη, -ον, ΝΑ1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συκιά ή αυτός που προέρχεται από τη συκιά, συκήσιος («σύκινον ξύλον», Ιπποκρ.)2. αυτός που παρασκευάζεται από σύκα («πώμα σύκινον» — ποτό ή κρασί από σύκα, αφέψημα σύκων, Πλούτ.)αρχ.1. μτφ. (για πρόσ.) ανάξιος, ανίκανος, μηδαμινός («σύκινος σοφιστής», Αντιφάν.)2. φρ. «ὁ σύκινος καρπὸς» — η συγκομιδή τών σύκων πάπ.3. παροιμ. φρ. α) «συκίνη ἐπικουρία» — ασήμαντη, ανωφελής βοήθεια (Ησύχ.)β) «συκίνη μάχαιρα» — συκοφαντία (Φώτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].
Dictionary of Greek. 2013.